ανησυχώ Verb (6) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn man weiß, welch politischer Beeinflussung die Bediensteten der Gemeinschaftsinstitutionen unterworfen sind, kann man über diese Absicht der Einflußnahme auf das Bewußtsein der Beamten unserer Verwaltungen nur beunruhigt sein. | Όταν γνωρίζει κανείς το πολιτικό πλαίσιο οργάνωσης των υπαλλήλων των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, ανησυχώ για αυτήν την διάθεση διαμόρφωσης της " φιλοσοφίας " των υπαλλήλων των διοικήσεών μας. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ανησυχώ | ανησυχούμε |
ανησυχείς | ανησυχείτε | ||
ανησυχεί | ανησυχούν(ε) | ||
Imper fekt | ανησυχούσα | ανησυχούσαμε | |
ανησυχούσες | ανησυχούσατε | ||
ανησυχούσε | ανησυχούσαν(ε) | ||
Aorist | ανησύχησα | ανησυχήσαμε | |
ανησύχησες | ανησυχήσατε | ||
ανησύχησε | ανησύχησαν, ανησυχήσαν(ε) | ||
Perf ekt | έχω ανησυχήσει | έχουμε ανησυχήσει | |
έχεις ανησυχήσει | έχετε ανησυχήσει | ||
έχει ανησυχήσει | έχουν ανησυχήσει | ||
Plu perf ekt | είχα ανησυχήσει | είχαμε ανησυχήσει | |
είχες ανησυχήσει | είχατε ανησυχήσει | ||
είχε ανησυχήσει | είχαν ανησυχήσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ανησυχώ | θα ανησυχούμε | |
θα ανησυχείς | θα ανησυχείτε | ||
θα ανησυχεί | θα ανησυχούν(ε) | ||
Fut ur | θα ανησυχήσω | θα ανησυχήσουμε | |
θα ανησυχήσεις | θα ανησυχήσετε | ||
θα ανησυχήσει | θα ανησυχήσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω ανησυχήσει | θα έχουμε ανησυχήσει | |
θα έχεις ανησυχήσει | θα έχετε ανησυχήσει | ||
θα έχει ανησυχήσει | θα έχουν ανησυχήσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ανησυχώ | να ανησυχούμε |
να ανησυχείς | να ανησυχείτε | ||
να ανησυχεί | να ανησυχούν(ε) | ||
Aorist | να ανησυχήσω | να ανησυχήσουμε, να ανησυχήσομε | |
να ανησυχήσεις | να ανησυχήσετε | ||
να ανησυχήσει | να ανησυχήσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ανησυχήσει | να έχουμε ανησυχήσει | |
να έχεις ανησυχήσει | να έχετε ανησυχήσει | ||
να έχει ανησυχήσει | να έχουν ανησυχήσει | ||
Imper ativ | Pres | ανησυχείτε | |
Aorist | ανησύχησε | ανησυχήστε, ανησυχήσετε | |
Part izip | Pres | ανησυχώντας | |
Perf | έχοντας ανησυχήσει | ||
Infin | Aorist | ανησυχήσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.